- καχυποψία
- η (Μ καχυποψία) [καχύποπτος]το γνώρισμα τού καχύποπτου, η τάση να βλέπει κανείς τα πάντα με υποψία, να διαβλέπει κάτι κακό και εκεί όπου δεν υπάρχει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καχυποψία — η το να υποπτεύεται κανείς όλους και όλα, φιλυποψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χ, χ — Το εικοστό δεύτερο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Όπως και τα φ, ψ, ω, δεν προέρχεται από τροποποίηση σημιτικού γράμματος, αλλά επινοήθηκε από τους Έλληνες για την παράσταση των ουρανικών και υπερωικών δασέων φθόγγων της ινδοευρωπαϊκής μητέρας… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
ζήλεια — και ζούλεια και ζουλεία και ζηλειά (Μ ζήλεια και ζηλεία και ζηλειά) 1. ο φθόνος, το να ζηλεύει κάποιος άλλον ή άλλους, να επιθυμεί τα υπάρχοντα τού άλλου και να τόν φθονεί γι αυτά 2. (για συζύγους ή εραστές) η ζηλοτυπία, η καχυποψία για την… … Dictionary of Greek
ζήλωσις — ζήλωσις, ή (Α) [ζηλώ] 1. η μίμηση με ζήλο («μεγάλων συγγραφέων καί ποιητῶν μίμησίς τε καί ζήλωσις», Λογγίν.) 2. συνήθεια («ἀρχαιότροποι ζηλώσεις», Φίλ.) 3. προσπάθεια με ζήλο 4. (για συζύγους ή εραστές) καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη … Dictionary of Greek
ζηλοτυπία — η (AM ζηλοτυπία) [ζηλότυπος] 1. ο φθόνος, η λύπη για την υπεροχή τού άλλου 2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχία και καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη αρχ. ερεθισμός, οργή … Dictionary of Greek
καχυποτοπούμαι — καχυποτοπούμαι, έομαι (Α) υποψιάζομαι κακά, συμπεριφέρομαι με καχυποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ὑποτοποῡμαι «υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
καχύποπτος — και καχύποφτος, η, ο (ΑΜ καχύποπτος, ον) αυτός που υποψιάζεται πάντοτε το κακό, ακόμη και όταν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, ο φιλύποπτος. επίρρ... καχύποπτα και καχυπόπτως (Μ καχυπόπτως) με καχυποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή… … Dictionary of Greek
κουτοπονηριά — η [κουτοπόνηρος] 1. καχυποψία που οφείλεται σε έλλειψη ευρείας αντιλήψεως 2. προσποιητή αφέλεια πονηρού ανθρώπου ή πονηρία κουτού ανθρώπου … Dictionary of Greek
μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… … Dictionary of Greek